- ἐφημερευτής
- ἐφημερ-ευτής, οῦ, ὁ, in pl., title of those whoA took their turn of serving their equals at a Jewish festival. Ph.2.481.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφημερευτής — ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω] 1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ όλη την ημέρα 2. πληθ. οἱ ἐφημερευταί τίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.) … Dictionary of Greek
ἐφημερευτής — took their turn of serving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερευταί — ἐφημερευτής took their turn of serving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερευτῶν — ἐφημερευτής took their turn of serving masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερευτήριον — ἐφημερευτήριον, τὸ (Α) [εφημερευτής] πάπ. κρατητήριο … Dictionary of Greek